- ἡδυλύρης
- ἡδυλύρηςsinging sweetly to the lyremasc nom sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηδυλύρης — ἡδυλύρης, δωρ. τ. ἁδυλύρας, ὁ (Α) 1. αυτός που παίζει γλυκά τη λύρα 2. επίθ. τού Απόλλωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ + λύρα] … Dictionary of Greek